"Die befragung der aussicht" (paint by Quint Buchholz)
Η Αυλή Του Παλιού Σχολείου
[La Cour De L'Ancienne Ecole]
Όταν μου έστειλαν αυτή την εικόνα πέρσι τον Δεκέμβριο, με τη φιλική παράκληση να γράψω κάτι που να της ταιριάζει, την άφησα μερικές βδομάδες πάνω στο γραφείο μου, κι όσο περνούσε ο καιρός, κι όσο την κοιτούσα, τόσο έμοιαζε να μου το αποκλείει, ώσπου αυτή η απλούστατη υποχρέωση έφτασε να ορθώνεται μπροστά μου σαν ανυπέρβλητο εμπόδιο. Μια μέρα όμως, γύρω στα τέλη Ιανουαρίου και προς μεγάλη μου ανακούφιση, η εικόνα εξαφανίστηκε από κει που την είχα ακουμπήσει, και κανένας δεν ήξερε που πήγε. Πέρασε λίγος καιρός ακόμη, και κόντευα πια να την ξεχάσω, ώσπου, χωρίς να καταλάβω πως, η εικόνα επέστρεψε απροειδοποίητα, και μάλιστα μέσα σε ένα γράμμα από το Μπονιφάτσο, όπου η Μαντάμ Σεραφίν Ακουαβίβα, με την οποία αλληλογραφούσα από πέρσι το καλοκαίρι, μου γνωστοποιούσε ότι η εικόνα που της είχα εσωκλείσει άνευ σχολίων στην επιστολή μου της 27ης Ιανουαρίου, και που θα την ενδιέφερε πολύ να μάθει πως βρέθηκε στα χέρια μου, έδειχνε την αυλή του παλιού σχολείου στο Πόρτο Βέκκιο, όπου είχε φοιτήσει και η ίδια στη δεκαετία του τριάντα. Το Πόρτο Βέκκιο ήταν τότε, συνέχιζε η επιστολή της Μαντάμ Ακουαβίβα, μια πόλη ρημαγμένη από την ελονοσία, που αργοπέθαινε τριγυρισμένη από βάλτους και πυκνούς θάμνους. Μια φορά το μήνα, το πολύ, ερχόταν ένα σκουριασμένο φορτηγό πλοίο από το Λεγκόρν και ξεφόρτωνε ξυλεία στην αποβάθρα. Κατά τα άλλα δε συνέβαινε τίποτα, εκτός από το ότι αιώνες τώρα όλα φθείρονταν και σάπιζαν. Στους δρόμους βασίλευε μια αλλόκοτη ησυχία, γιατί οι μισοί κάτοικοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους και ψήνονταν στον πυρετό, κι οι άλλοι μισοί, με πρόσωπα κατακίτρινα και βουλιαγμένα, κάθονταν στις σκάλες και στις πόρτες. Εμείς, παιδιά τότε, συνέχιζε η Μαντάμ Ακουαβίβα, που δεν είχαμε γνωρίσει και τίποτα καλύτερο, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πόσο αδιέξοδη ήταν η ζωή μας σ'εκείνη την πόλη που είχε κηρυχθεί επισήμως ακατοίκητη από την ελονοσία. Μαθαίναμε όπως και τα άλλα, τα πιο τυχερά παιδιά, γραφή και ανάγνωση και αριθμητική, και κάποια ανέκδοτα για την άνοδο και την πτώση του Ναπολέοντος. Κάπου κάπου κοιτούσαμε από το παράθυρο, πέρα από τη μάντρα του σχολείου, και τον άσπρο γύρο της λιμνοθάλασσας, το εκτυφλωτικό φως που τρεμούλιαζε πάνω από το Τυρρηνικό πέλαγος. Εκτός από αυτό, κατέληγε η Μαντάμ Ακουαβίβα, δεν έχω άλλη ανάμνηση από τα σχολικά μου χρόνια, αν εξαιρέσω ότι ο δάσκαλος μας, ενας πρώην Ουσσάρος ονόματι Τουσσαίν Μπενεντέττι, κάθε φορά που έσκυβε πάνω από το τετράδιο μου, έλεγε: "Τι κακογράφος που είσαι, Σεραφίν! Ούτε και συ δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που γράφεις!"
W. G. SEBALD
Ο σπουδαιότερος ίσως μετά τον Thomas Bernhard, σύγχρονος συγγραφέας στη γερμανική γλώσσα, W.G. Max Sebald (1944 - 2001), άρχισε να γίνεται γνωστός και στη χώρα μας απο το 2006 με τις μεταφράσεις των έργων του "Οι Ξεριζωμένοι" ("Die Ausgewanderten", 1992) και "Αούστερλιτς" ("Austerlitz", 2001). Ακολούθησαν τα: "Η Φυσική Ιστορία της Καταστροφής" ("Luftkrieg und Literatur", δοκίμια και διαλέξεις για το ζήτημα της εμπειρίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία, 1999), η τριμερής ποιητική σύνθεση "Εκ του Φυσικού" ("Nach der Natur", 1998) και τα καταπληκτικά και εφάμιλλα του αριστουργηματικού "Αούστερλιτς", "Οι Δακτύλιοι του Κρόνου" ("Die Ringe der Saturn", 1998), και "Αίσθημα Ιλίγγου" ("Schwindel.Gefühle", 1990).
"Η Αυλή του Παλιού Σχολείου"(πρωτότυπος τίτλος: La Cour De L'Ancienne Ecole), το μικρό μα χαρακτηριστικό της γραφής του Sebald αυτό κείμενο, γράφτηκε για το "Quint Buchholz, BuchBilderBuch" (γερμανική εκδ. 1996), βιβλίο-συλλογή 46 εικόνων συνοδευόμενων από ισάριθμα κειμένα συγγραφέων που σχολιάζουν λογοτεχνικά και "αποκρυπτογραφούν" το έργο του Γερμανού ζωγράφου Κβιντ Μπούχολτς. Περιλαμβάνεται δε στη μεταθανάτια έκδοση κειμένων του Sebald, "Campo Santo" (2003), που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα και στα ελληνικά.
Η παρούσα μετάφραση προέρχεται από την ελληνική κυκλοφορία του "Quint Buchholz, BuchBilderBuch", από τις Εκδόσεις Γράμματα, το 1998.