Aν και ελάχιστα γνωστός εν ζωή, ο ουρουγουανός συγγραφέας (και αυτοδίδακτος πιανίστας) Φελισμπέρτο Ερνάντεζ (Μοντεβιδέο, 1902 - 1964), αναγνωρίζεται σήμερα, ως ο θεμελιωτής της τάσης του φανταστικού διηγήματος που οδήγησε στο ρεύμα του λεγόμενου "μαγικού ρεαλισμού" στη λογοτεχνία.
Το σύντομο κείμενο, που ως δείγμα γραφής παραθέτουμε εδώ, μια από τις σπάνιες μαρτυρίες του ίδιου του Hernandez πάνω στο έργο του, γράφτηκε το 1955 κατόπιν παρότρυνσης του γάλλου κριτικού Roger Caillois και φέρει τον τίτλο "Η Εσφαλμένη Ερμηνεία Των Ιστοριών Μου" [Explicacion Falsa De Mis Cuentos]. Αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το αισθητικό μανιφέστο της μυθοπλασίας του Hernandez, μιας μυθοπλασίας που κινούμενη σχεδόν υπνωτιστικά εντός του περιορισμένου και του καθημερινού, διαρηγνύει τα όρια ανάμεσα στον ιστό των προσωπικών εμμονών και τη λεγόμενη εξωτερική πραγματικότητα...
Η "Εσφαλμένη Ερμηνεία Των Ιστοριών Μου" πρωτοπαρουσιάστηκε στο τεύχος Σεπτεμβρίου 1955 του περιοδικού La Licorne (που διηύθυνε η φίλη του Hernandez, ουρουγουανή ποιήτρια Susana Soca), και...εξ' όσων γνωρίζουμε, δημοσιεύεται για πρώτη φορά πλήρης στα ελληνικά. Η μετάφραση έγινε απο μας, ενώ παραθέτουμε και το ισπανικό πρωτότυπο.
Η ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ ΜΟΥ
''Οτιδήποτε κι αν ήμουν υποχρεωμένος να αποκαλύψω εγώ ο ίδιος για το πως γράφω τις ιστορίες μου θα κατέφευγε σε εξωτερικές εξηγήσεις. Οι ιστορίες μου δεν είναι εντελώς φυσικές, δηλαδή απαλλαγμένες από την παρέμβαση της συνείδησης - αυτό δε θα μου άρεσε. Ούτε υπαγορεύονται από μια συνειδητή θεωρία -αυτό θα ήταν ακόμη πιο δυσάρεστο. Θα προτιμούσα να πω ότι το συνειδητό αναμιγνύεται σ'αυτές μυστηριωδώς. Οι ιστορίες μου δεν έχουν λογικές δομές. Παρόλη την συνεχή και αυστηρή επίβλεψη της συνείδησης η ανάμιξη της μου ειναι άγνωστη. Μια ορισμένη στιγμή σκέφτομαι ότι σε μια γωνιά του εαυτού μου ένα φυτό πρόκειται να γεννηθεί. Νιώθωντας πως κάτι σπάνιο, κάτι που ίσως ενέχει μια καλλιτεχνική υπόσχεση συμβαίνει εκεί, αρχίζω να το παρακολουθώ. Θα είμαι ευτυχής αν αυτή η ιδέα δεν αποτύχει εντελώς. Οφείλω ωστόσο να περιμένω επ' αόριστον. Δεν ξέρω με ποιο τρόπο να βοηθήσω το φυτό να αναπτυχθεί και να ανθίσει. Το μόνο που αισθάνομαι ή ελπίζω είναι πως τα φύλλα του θα΄ναι φτιαγμένα απο ποίηση ή από κάτι που θα μετασχηματιστεί σε ποίηση μόλις κάποια μάτια το δουν. Πρέπει να μεριμνήσω ώστε να μην πιάνει πολύ χώρο, ούτε να υποκρίνεται πως είναι όμορφο ή ισχυρό, πρέπει να γίνει το φυτό που προορίζεται να΄ναι και πάνω σ'αυτό πρέπει να το βοηθήσω εγώ. Την ίδια στιγμή το φυτό θα μεγαλώνει σύμφωνα μ'αυτόν που το παρατηρεί αλλά θα δείξει αδιαφορία αν έχει γι' αυτό υπέρμετρες βλέψεις. Άν κυριαρχήσει πάνω στον εαυτό του τότε θα έχει μια ποίηση φυσική, που το ίδιο δε θα γνωρίζει. Πρέπει να είναι όπως ένας άνθρωπος που δε ξέρει πόσο θα ζήσει, που έχει όμως τις δικές του ανάγκες και τη σεμνή περηφάνια του, λίγο αδέξια και φαινομενικά απρόβλεπτη. Το φυτό δε θα γνωρίζει τους νόμους που το διέπουν, αυτοί όμως υπάρχουν, βαθείς και απρόσιτοι στη συνείδηση. Δε θα ξέρει ως ποιό βαθμό ή με ποιό τρόπο η συνείδηση παρεμβαίνει, στο τέλος όμως θα επιβάλλει την θέληση του δείχνοντας στη συνείδηση να είναι ανιδιοτελής.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν ξέρω πως γράφω τις ιστορίες μου, επειδή κάθε μια τους έχει τη δική της παράξενη ζωή. Ξέρω όμως τελικά, ότι αυτές ζουν παλεύοντας για να αποφύγουν την αλλοτρίωση προς την οποία η συνείδηση τις εξωθεί".
(μετάφραση: semilunio + paramo)
FELISBERTO HERNANDEZ "Explicacion Falsa De Mis Cuentos"Obligado o traicionado por mí mismo a decir cómo hago mis cuentos, recurriré a explicaciones exteriores a ellos.
No son completamente naturales, en el sentido de no intervenir la conciencia. Eso me sería antipático. No son dominados por una teoría de la conciencia. Esto me sería extremadamente antipático. Preferiría decir que esa intervención es misteriosa. Mis cuentos no tienen estructuras lógicas. A pesar de la vigilancia constante y rigurosa de la conciencia, ésta también me es desconocida. En un momento dado pienso que en un rincón de mí nacerá una planta. La empiezo a acechar creyendo que en ese rincón se ha producido algo raro, pero que podrá tener porvenir artístico. Sería feliz si esta idea no fracasara del todo. Sin embargo, debo esperar un tiempo ignorado: no sé cómo hacer germinar la planta, ni cómo favorecer, ni cuidar su crecimiento: sólo presiento o deseo que tenga hojas de poesía; o algo que se transforme en poesía si la miran ciertos ojos. Debo cuidar que no ocupe mucho espacio, que no pretenda ser bella o intensa, sino que sea la planta que ella misma esté destinada a ser, y ayudarla a que lo sea. Al mismo tiempo ella crecerá de acuerdo a un contemplador al que no hará mucho caso si él quiere sugerirle demasiadas intenciones o grandezas. Si es una planta dueña de sí misma tendrá una poesía natural, desconocida por ella misma. Ella debe ser como una persona que vivirá no sabe cuánto, con necesidades propias, con un orgullo discreto, un poco torpe y que parezca improvisado. Ella misma no conocerá sus leyes, aunque profundamente las tenga y la conciencia no las alcance. No sabrá el grado y la manera en que la conciencia intervendrá, pero en última instancia impondrá su voluntad. Y enseñará a la conciencia a ser desinteresada.
Lo más seguro de todo es que yo no sé cómo hago mis cuentos, porque cada uno de ellos tiene su vida extraña y propia. Pero también sé que viven peleando con la conciencia para evitar los extranjeros que ella les recomienda.